- τσακμάκι
- το(λ. τουρκ.)1. κομμάτι από ατσάλι που τρίβεται σε πυρίτη λίθο και παράγει σπινθήρες που μεταδίδονται σε ίσκα.2. αναπτήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσακμάκι — το, Ν 1. κομμάτι χάλυβα το οποίο προστρίβεται πάνω σε πυριτόλιθο και παράγει σπινθήρες οι οποίοι μεταδίδονται σε φιτίλι 2. συνεκδ. αναπτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cakmak] … Dictionary of Greek
τσακμακίζω — Ν [τσακμάκι] 1. ανάβω με τσακμάκι 2. σπιθίζω, αστράφτω, στραφταλίζω … Dictionary of Greek
πυρεκβόλος — ο / πυρεκβόλος, ον, ΝΑ αυτός που εκπέμπει ή παράγει φωτιά («πυρεκβόλος λίθος» η τσακμακόπετρα) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρεκβόλο τεμάχιο πυρολίθου και τεμάχιο χάλυβα με την τριβή τών οποίων παράγονται σπινθήρες φωτιάς, αναπτήρας, τσακμάκι αρχ … Dictionary of Greek
πυριόβολο — και πριόβολο, το, ή πριόβολος, ο, Ν ελλειψοειδές τεμάχιο χάλυβα, το οποίο με τριβή σε πυρόλιθο παράγει σπινθήρες, τσακμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλος. Πρόκειται για διαλ. τ. που υιοθετήθηκαν από την κοινή γλώσσα] … Dictionary of Greek
τσακμακόπετρα — η, Ν 1. η πέτρα τσακμακιού 2. η πέτρα κάθε αναπτήρα 3. κοινή ονομασία τού πυριτόλιθου, αλλ. στουρναρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακμάκι + πέτρα] … Dictionary of Greek